πατοῦ

πατοῦ
πατέομαι
eat
pres imperat mp 2nd sg (attic)
πατέομαι
eat
imperf ind mp 2nd sg (attic)
πατέω
eat
pres imperat mp 2nd sg (attic)
πατέω
eat
imperf ind mp 2nd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πάτου — πάτος trodden masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • ξεπάτωμα — το [ξεπατώνω] 1. η αφαίρεση τού πυθμένα, η απόσπαση τού πάτου 2. ολοκληρωτική καταστροφή, εξόντωση, ξεκλήρισμα 3. μεγάλη εξάντληση, καταπόνηση …   Dictionary of Greek

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • πατόξυλο — το 1. ξύλινο δοκάρι στέγης ή πατώματος, πάνω στο οποίο καρφώνονται οι σανίδες 2. παχιά σανίδα τού πάτου, δηλ. τού πυθμένα ή τής βάσης κιβωτίου, βαρελιού, αμαξιού …   Dictionary of Greek

  • ξεπάτωμα — το, ατος 1. αφαίρεση του πάτου ή του πατώματος. 2. μτφ., ταλαιπωρία, βάσανο. 3. καταστροφή, ξεκλήρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”